σενόνιος

σενόνιος
και εσφ. γρφ. σενώνιος, -α, -ο, Ν
φρ. «σενόνια βαθμίδα» — ή, απλώς, «το σενόνιο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου κρητιδικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. senonien < λατ. Senones αρχαίος λαός τής κεντρ. Γαλατίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σενώνιος — α, ο, Ν (εσφ. γρφ·) βλ. σενόνιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”